κυοφόρος

κυοφόρος
κυοφόρος, -ον (AM)
εύφορος, γόνιμος
μσν.
φρ. «κυοφόρος δίφρος» — ειδικό κάθισμα για τις επιτόκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, κάρπο-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυοφόρου — κυόφορος pregnant masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυοφόρῳ — κυόφορος pregnant masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυοφορώ — (AM κυοφορῶ, έω) [κυοφόρος] 1. έχω στην κοιλιά μου έμβρυο, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («αὕτη ἡ νοῡσος ἐπὴν κυοφοροῡσῃ ἐγγίνηται, ἀποθνήσκει», Ιπποκρ.) 2. φέρω κάτι μέσα μου σε λανθάνουσα κατάσταση (α. «η κατάσταση κυοφορεί κινδύνους» β. «κυοφορεῑ καὶ …   Dictionary of Greek

  • κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον …   Dictionary of Greek

  • ՅՂԵԿԻՐ — ( ) NBH 2 0362 Chronological Sequence: 10c ա. κυοφόρος ferens parturientem, vel praegnantem. Մակդիր անկողնոյ, որ կրէ զյղի կին մերձ յերկունս. *Ոլոմպիադա անցեալնստէր ʼի վերայ յղեկիր գահաւորակին՝ երկնել. Պտմ. աղեքս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”